- αμμοπλύνω
- ἀμμοπλύνω (Μ)πλένω κάτι, όπως πλένει ο αμμοπλύτης την άμμο για να μαζέψει ψήγματα χρυσού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + πλύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
αμμοπλύτης — ἀμμοπλύτης, ο (Μ) αυτός που πλένει την άμμο περισυλλέγοντας ψήγματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + μτγν. ουσ. πλύντης, από όπου το πλύτης ή πιθ. απευθείας από το ρ. ἀμμοπλύνω*] … Dictionary of Greek